κρεισσώ

κρεισσώ
κρεισσῶ, -όω (AM) [κρείσσων]
1. κρεισσονεύω*
2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεισσῶ — κρεισσόω pres subj act 1st sg κρεισσόω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείσσω — κρείσσων stronger neut acc comp pl (attic epic) κρείσσων stronger neut nom comp pl (attic epic) κρείσσων stronger masc/fem acc comp sg (attic epic) κρεισσόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κρεισσόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

  • Софокл — (Σοφοκλής) сын Софилла, афинянин, вместе с Эсхилом и Еврипидом образующий триаду знаменитейших античных трагиков. Род. около 495 г. до Р. Х. в афинском предместье Колоне, вблизи реки Кефиса. Место своего рождения, издавна прославленное святынями… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Софокл — Софокл …   Википедия

  • Σοφοκλής — Софокл Софокл (др. греч. Σοφοκλής, 495 г. до н. э. 405 г. до н. э.) сын Софилла, афинянин, вместе с Эсхилом и Еврипидом образует триаду знаменитейших античных трагиков. Родился около 495 г. до н. э., по новым историческим данным было выяснено что …   Википедия

  • κρείσσωσις — κρείσσωσις, ἡ (Μ) [κρεισσώ] υπεροχή …   Dictionary of Greek

  • υπερτρέχω — Α [τρέχω] 1. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο 2. διαφεύγω («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ ὑπερδράμω;», Ευρ.) 3. υπερέχω, υπερτερώ 4. παραβλέπω 5. παραβαίνω («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.) …   Dictionary of Greek

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • κρείττω — κρείσσων stronger neut acc comp pl (attic) κρείσσων stronger neut nom comp pl (attic) κρείσσων stronger masc/fem acc comp sg (attic) κρείσσω , κρεισσόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”